μεσαιωνισμός

μεσαιωνισμός
ο
1) средневековье; 2) перен. отсталость; регресс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεσαιωνισμός" в других словарях:

  • μεσαιωνισμός — ο βαρβαρότητα, οπισθοδρομικότητα, ανελευθερία: Στο σχολείο μας επικρατεί μεσαιωνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσαιωνισμός — ο 1. η ιδιότητα τού μεσαιωνικού 2. μτφ. ανελευθερία, οπισθοδρομικότητα, βαρβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας) + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Δ. Θερειανό] …   Dictionary of Greek

  • Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»